- ευσύλληπτος
- εὐσύλληπτος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτονη ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συλ-ληπτος (< συλ-λαμβάνω), πρβλ. αρτι-σύλ-ληπτος, α-σύλ-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.